Monday 14 November 2011

Mία νύχτα στο μουσείο

Γυμνός περπατώ με ένα ζευγάρι μπότες φορεμένες. Δερμάτινες, ξεφτισμένες, γεμάτες λάσπες. Και περπατώ στο λαμπερό μάρμαρο, και το λερώνω. Το λερώνω μέχρι να ραγίσει, μέχρι να γκρεμιστεί. Τα μάτια μου αλλού ταξιδεύουν. Το μυαλό μου άλλα ακούει και τα αυτιά μου αλλού κοιτάζουν. Ανίατη παράνοια του νου ή τωρινή ζωώδης μέθη ; Δεν μπορώ να ξεκαθαρίσω. Οι σκέψεις κατρακυλούν στο άδειο μου κεφάλι. Δεν μπορώ να τις βουτήξω με το μυαλό μου. Και κατρακυλούν, μέχρι που φτάνουν στην κοιλιά μου και πιο κάτω. Αγνοώ το γεγονός ότι είμαι πρόστυχος. Ότι έχω γίνει θέαμα σε όλο το μουσείο. Ότι στάζω ιδρώτα και πικρό μαύρο κρασί.
  Δεν υπάρχει το τέλειο σώμα, τέλειο είναι αυτό που γεμίζει το μυαλό μας με την περισσότερη ηδονή και αυτοπεποίθηση ότι μπορεί και να γίνει δικό μας. Άλλοτε νομίζουμε το έχουμε, ότι το βρήκαμε , ότι το κατακτήσαμε (!) και άλλοτε ότι δεν υπάρχει πουθενά, ότι χαθήκαμε και είμαστε χαμένοι. Αλήθεια, δεν με ένοιαζε τι λέγανε οι άλλοι. Ούτε οι τραγικοί φύλακες του μουσείου, ούτε οι νοικοκυρές με τα καλάθια, ούτε τα μικρά παιδιά, που ήταν σαν βαλσαμωμένοι τράγοι. Συνέχισα να περπατώ και να χύνω ότι είχα πάνω μου στο παγωμένο δάπεδο. Όλα είχαν ωραία γεύση ομολογώ. Το πεινασμένο μου στήθος ούρλιαζε σαν δράκος, πιο γενναίος και απ' εκείνον με τα 800 διαμάντια στα μάτια του στην είσοδο του μουσείου. Και αυτό συνέχισε να ουρλιάζει - από πόνο;
  Οι μπότες έκαναν ασύγκριτο θόρυβο. Σαν να συγκρούονται βράχοι των θεών, κορμιά των αθανάτων. Και έτρεμε ολόκληρος ο οίκος. Τα αγάλματα άρχισαν να υποκύπτουν. Έπεφταν σαν χάρτινες μαριονέτες και διαλύονταν σε χίλια δυο θρύψαλα. Κι ο ναός της Περγάμου όμως δεν έμεινε αμέτοχος. Κατέρρευσε στην θέση του, νικημένος από το χρόνο και το Διόνυσο. Χύθηκε κρασί πάνω του και μέθυσε...
  Και ας μην μιλήσω για τον δράκο. Ξέρετε τι έπαθε; Λαμπάδιασε και κάηκε ! Και έκλαψε διαμάντια, και μου τρύπησαν την καρδιά.
  Και αυτό ήταν όλο. Τρενάκι του μυαλού μου.