Friday 14 October 2011

Ο Μυστικός Κήπος

  Λουλούδια ανάμεσα μας. Βελούδινη η απόσταση μας. Πολύχρωμα άνθη του γαλάζιου ουρανού μας λούζουν. Μας καίνε το δέρμα.. μας τραβάνε τα χείλη και ματώνουμε. Και χαμογελάμε. Όμως δεν πονάμε. Εδώ το αίμα είναι ευλογία. Η πεμπτουσία της ζωής. Το αίμα ρέει πάνω μας και χαμογελάμε ακόμα. Τα δέρματά μας κολλάνε, λιώνουν. Εξατμίζονται. Όμως εδώ, ο πόνος δεν είναι συναίσθημα.  Γιατί, μερικά πράγματα δεν μένουν για πάντα τα ίδια.  Και γιατί η αγάπη επιτέλους, νίκησε.

  Δύο σώματα γυμνά γεννούν το ολόλευκο μάρμαρο. Τη στιγμή που όλα βλαστίζουν, την φύση κάνουμε να σαστίζει. Διαταγή ανώτερη- του θεού επιθυμία- Παύει να μεγαλώνει. Κατακόκκινος έρωτας. Οι τελευταίες αναπνοές δόθηκαν. Ξοδεύτηκαν. Τα δέντρα λαμπάδιασαν με μιας και χρυσάφι αφρίζουν. Φλεγόμενοι βάτοι γίνονται, το προχριστιανικό θρύλο να αναμασήσουν και αόρατους χάλκινους καπνούς σκορπάνε. Είναι άραγε αλήθεια; Πως γίνεται να υπάρχεις στον υλικό μου κόσμο, νεραϊδένια οπτασία; Σίγουρα είσαι πλάνη. Γιατί διαμάντια έχεις στα μάτια σου, ρουμπίνια δεμένα στα μαλλιά σου...και τα χείλη σου, δύο φλέβες απ'το σώμα του θεού του ίδιου... Η τύχη μου χαμογελά και αυτή. Πίσω απ' τα κάτασπρα δέντρα του ουρανού κάπου, χαμένη και χωμένη. Ρίγος η αφή σου.. αχρηστεύεις προς στιγμήν όλο μου το είναι. Σαγηνεύομαι και θέλω να σπάσω σε κομματάκια τάχα, για να μην με βλέπεις. Οι παιδικές μου σκέψεις σε κάνουν να χαμογέλασεις. Δεν φοβάμαι που μπορείς να διαβάσεις το μυαλό μου. Δεν έχω πολλά πράγματα εκεί μέσα. Πάντα ήμουν φτωχός. Δύο ξεφτισμένα σακιά αδειανά, και ένα μπαούλο δικό σου. Ένα μπαούλο , ένας καθρέφτης. Για να ρωτάω που βρίσκομαι. Αν ονειρέυομαι. αν είμαι ζωντανός...γιατί η μνήμη μου έχει χαραγμένα τα αρχικά σου. Αυτές λέξεις που σφυρηλατήθηκαν απ' τους ανθρώπους στα πιο καυτά και σκοτεινά καζάνια δεν είναι άξιες να σε οριοθετήσουν...

  Μεγαλούργημα.