Friday 26 August 2011

Μονάχοι στην αρχή, μονάχοι και στο τέλος

  Μάλιστα.

-Υπακοή Άγγελε, ούρλιαξα μέσα μου.
  Ή μάλλον υπομονή.  Γιατί ξέρω πως η επανάσταση μέσα μου κυρίευσε το μυαλό μου. Δεν αντέχω πια να αντιδρώ σε τέτοια πράγματα - μου φαίνονται τόσο ανούσια και με αδειάζουν , με κάνουν ανακυκλώσιμο τσίγκινο κουτάκι πορτοκαλάδας. Κοινώς, με κάνουν αναλώσιμο.
  Έκρυψα την απύθμενη οργή μου κάτω απ' την κουβέρτα του χαμόγελού μου. Εκείνου του ψεύτικου βέβαια που χρησιμοποιώ όταν θέλω να αποφύγω στιγμές σαν και αυτή ή σε κάτι ηλίθιες φωτογραφίες που δεν έχουν σκοπό και περιεχόμενο.
  Υποθέτω πως τώρα όλα έγιναν καλά, και δεν θέλω να εκραγώ σαν ηφαίστειο και να καταστρέψω τα πάντα γύρω μου.
-Άγγελε, όλα καλά. Πέρασε και αυτό.
 Το αμάξι σταματά με αυτόν τον ραγισμένο ήχο των ξεφτισμένων απ' το χρόνο φρένων. Εγώ τον αγαπώ όμως, και ας είναι τόσο παλιός. Τουλάχιστον αυτός με καταλαβαίνει. Καταλαβαίνει την φυλακή μου και με ειδοποιεί πως το -προσωρινό, δυστυχώς- μαρτύριο έλαβε τέλος. Κλωτσάω άχαρα την σαβουριασμένη πόρτα του μικρού βαν, πιστεύοντας πως σπάω τα δεσμά του φυλακισμένου Άγγελου - μαθημένος στο να προσδοκά την ελπίδα ακόμη και όταν έχει θαφτεί μίλια κάτω απ τη θάλασσα. Αυτό το λέω για κακό.
-Ανόητε Άγγελε, ξύπνα.
Ομολογώ όμως πως το εκτυφλωτικό φως απ' τον Ήλιο  που κατέκλυσε το βανάκι μου έδωσε ενέργεια. Αυτή που χρειαζόμουν για να αναπνεύσω. Και δεν εννοώ το οξυγόνο, φυσικά. Η ρουτίνα της αναπνοής πάντα με κούραζε, την βαριόμουν. Μου έδωσε έμπνευση, μία έμπνευση της στιγμής που όμως θα χαθεί στα σκοτεινά σοκάκια του θολωμένου μου μυαλού.
-Κρίμα Άγγελε, σκέφτομαι. Πλέον δεν καταλαβαίνω τι έχει απομένει να χάσεις.
Μισώ αυτόν τον αντίλογο του Άγγελου. Είναι μονίμως μονότονος, μονίμως αρνητικός και μονίμως κακοπροαίρετος. Ο ίδιος σου ο εαυτός σου να σου κάνει τον συνήγορο του Διαβόλου...

Τότε

  Αρχίζω να τρέχω. Να τρέχω όσο πιο γρήγορα μπορώ. Μέχρι τα πενυμόνια μου να σκάσουν, μέχρι να αισθανθώ το τράβιγμα στον αφαλό μου που με στέλνει πριν από την αρχή του χρόνου μου. Τα πάντα γύρω μου μπερδέυονται, χρώματα, κραυγές τρομαγμένων ανθρώπων ενώνονται και σκάνε στον αέρα σαν πυροτεχνήματα ενός πανηγυριού που ποτέ δεν επισκέφτηκα.
-Τους φόβησες.
-Σκάσε πια! Εδώ φοβήθηκα εγώ τον ίδιο μου τον εαυτό , τα έντρομα μάτια των άλλων θα λογαριάσουμε;
  Και τότε ήταν μία απ' τις στιγμές που έμεινα μόνος μου, χωρίς τον εαυτό μου. Και ,αρχικά, ένιωσα υπέροχα.
Παρόλα αυτά, ο διαμελισμός του χρόνου συνεχίστηκε. Δεν γνώριζα που ήμουν και κυρίως, δεν ήξερα που θα κατέληγα.
-Το βανάκι πρέπει να είναι εκατοντάδες χιλιόμετρα μακρυά τώρα, σκέφτηκα.
  Η ταχύτητα θόλωσε τα μάτια μου και οι μπογιές που ζωγράφισαν τούτο το κόσμο μπερδέυτηκαν, αφήνοντάς με να θαυμάζω το μαύρο του σύμπαντος.
-Η αποσύνθεση πρέπει να έρχεται, σκέφτομαι.
  Αρχίζω να φοβάμαι. Τα δάκρυα ποτίζουν το μαραμένο μου κορμί ελπίζοντας να το αναστήσουν. Μπα, τι να σου κάνουν τα δάκρυα. Τα δάκρυα μου είναι μόνο γεμάτα μελαγχολία. Δεν έχουν δύναμη ούτε τον εαυτό μου να φέρουν πίσω.
-Αλήθεια, ακόμα μου κρατάει μουύρα; Όπου και να είναι εύχομαι να γυρίσει σύντομα, γιατί ειλικρινά φοβάμαι πολύ μόνος μου. Και εγώ ως αντάλλαγμα τον συγχωρώ που με κρίνει τόσο αυστηρά.
  Μα τίποτα. Μοναχός βαδίζω. Οι ακανόνιστες φωνές των ανθρώπων ηχούν πολύ μακρυά πια.
-Είσαι μόνος σου, σκέφτηκα. Άγγελε, μόνος σου. Μπορεί να μην είσαι σε κάποιο πυκνό δάσος της Βόρειας Ευρώπης όπως ευχόσουν, άλλα κοίτα, είσαι μόνος σου και κανένας δεν μπορεί να στο αλλάξει. Μα, εγώ θέλω πίσω τον εαυτό μου , μονολογώ. Απάντηση καμιά.

Λίγο πριν

  Είναι κρίμα, ουρλιάζω. Ποτέ δεν έκανα κακό σε κανέναν. Ποτέ... Πάντα τον εαυτό μου πυρπολούσα. Εμφύλιος πόλεμος σωστός. Δεν θέλω καθόλου να φύγω, ούρλιαξα ξανά. Μπορεί να μην πήρα τίποτα, αλλά έχω τόσα να επιστρέψω. Τόσα πολλά... Συγγνώμες, χαμόγελα, βλέμματα μαγικά που ντράπηκα να επιστρέψω. Ικέτεψα. Ίσως μία απ' τις πρώτες φορές στην ζωή μου. Αλλά σίγουρα, η τελευταία.
  Εδώ είναι αυτό που κάποτε μου λέγανε οι άνθρωποι μα ποτέ δεν κατάλαβα πως γίνεται. Όλα, λέει, τα ελέγχει το σύμπαν. Υπάρχουν δυνάμεις φοβερές και τρομερές, που δεν σε αφήνουν να κάνεις ότι θέλεις. Έτσι τηρείται μια κάποια ισορροπία, λέει .
Μακάρι να ήξερα τι σήμαινε όταν μπορούσα να αντιστρέψω το πιστόλι. Μα πλέον η βολή - και ο κύβος - ερρίφθη.

  Χαμογέλαω για μία τελευταία φορά. Με εκείνο το στραβό χαμόγελο που τόσο αγαπούσες, που τόσο έντεχνα πετύχαινες και τόσο αδέξια σε αντέγραφα.
-Έτσι θα είμαστε για πάντα μαζί , σκέφτηκα, ακόμα και μετά το Θάνατο.

Το Τώρα του Τότε

Και τα άστρα των ματιών μου, σαν καντήλια αναμμένα με τη φλόγα των θεών, σώπασαν.