Monday, 19 September 2011

Ό,τι δεν αγαπάς πεθαίνει



Και όλα πάνε μπροστά.


   Γιατί και να θέλω να γυρίσω πίσω, δεν με αφήνεις. Ξεχνάς τις αλυσίδες που μου πέρασες και τώρα τραγουδάς σαν Σειρήνα γλυκιά, το τραγούδι σου να με κερδίσει , δύο φορές σκλάβος να γίνω.

Θέλω. Πολύ. Του ζόφου η φυλακή σου , ο πιο λαμπρός μου παράδεισος. Το γκρι σου, το απέραντο γαλάζιο της ελευθερίας μου που σου παρέδωσα αμαχητί. 

  Και μένω εκεί. Έμενα εκεί. Με αλυσίδες σκουριασμένες, ατσάλινες να μου σπάνε τα κόκκαλα σαν να είναι κλαδάκια του δάσους. Και δεν κλαίω. Γιατί δεν πονάω. Μόνο μια φορά έκλαψα γιατί τότε πόνεσα. Γιατί τότε έχασα τις αλύσιδες...και ήσουν εσύ που τις γκρέμισες και είπες ''φύγε μακρυά''. Αυτό και αν πόνεσε. Τώρα δεν θέλω να τις φορέσω. Σαν πεισματάρικο παιδάκι. Γιατί με έχουν συνθλίψει. Και φοβάμαι πως δεν πρόκειται να τις βγάλω ποτέ ξανά. 

Ζαρώνω. Κουλουριάζομαι και καταρρέω μπροστά απ'το δέντρο μας. Μπροστά στα έντρομα μάτια της φύσης. Με καλεί, το νιώθω. Το ακούω. ''Μιχαήλ Άγγελε'' ουρλιάζει με φωνή που βγαίνει απ' τον καταρράκτη τον πιο ψηλό. Διαλύομαι και σβήνω τα μάτια μου.  Συνθλίβομαι στο παγωμένο έδαφος. όπως γεννήθηκα, έτσι χάνομαι. Μα το βάρος της αλυσίδας σου ασύγκριτο μένει , και πάλι σαν πούπουλο αισθάνομαι. Χαμόγελο χαράς με δάκρυα πόνου γεννούν στάχτες και την πιο εύμορφη αρχή. Το βλέπεις, και ας κατάβασες των ματιών σου τα πιο βαριά παράθυρα.

  Ορθώνομαι άτσαλα μπροστά στο δέντρο μας. Κάηκε. Δεν το πότισα αρκετά με δάκρυα;

  Δύο μαραμένα πόδια σκελετού και ένα κορμί απλά για να σε αφήνει στον κόσμο της ύλης.

  Περπατώ ξανά. Τα πρώτα βήματα πάντα πονούν. 

  Η πρώτη αναπνοή. Ανοίγω τα πνευμόνια σαν σάπια βαρέλια κρασιού και αισθάνομαι πως πνίγομαι.

  Δεν μπορώ να χαμογελάσω ακόμα. Δεν έχω χείλη μήτε κάποιο χέρι δυνατό για να τα στραβώσω στο ύφος χαμόγελου. Έστω και νεκρού.

Όμως ορκίζομαι στους ζωντανούς εραστές.



Monday, 5 September 2011

The Michaelangelo's Analogue Photography - Berlin




































  At last, I managed to find a scanner and start scanning my films. I have already scanned about 60 out of 105 photos till now, and I feel too exhausted. I thought it would be much easier to be honest but I realize that I have to get up all the time to scan the next set of photos. Thanks God, I like almost all of them and I deem that it was a great effort. I created a Flickr account as well exhibiting my scanned photos...  Hope it is successful. I publish some Berlin photos taken from my analog camera Zeiss Ikon Symbolica I.See more photos of me HERE.

Friday, 2 September 2011

Σας μέτρησα. Μείον Ένας

  Καπνοί. Καπνοί παντού. Και μία ακατάσχετη υγρή πολιορκία διαλύει κάθε οχύρωση του μυαλού μου. Μου κλέβει τις σκέψεις....Δεν θα φωνάξω κλέφτης. Χύνεται σαν χείμαρρος σωστός και διαγράφει τα πάντα στο διάβα του. Αθέατος θεατής λες και περιμένω με περίσσεια ευτυχίας το τέλος. Το ποιο;

  Στροβιλίζομαι. Λήθη αγαπημένη, καλώς ανταμώσαμε. Λήθη πολυπόθητη, καλώς σε βρήκα! Γεννήθηκα απ' την αρχή. Το τετράδιο της ζωής μου μονομιάς κάηκε, και πήρα ένα καινούργιο ολοκάθαρο. Με αυτήν την απαίσια 'φρεσκάδα' του χαρτιού να κατακλύζει τα ρουθούνια μου. Μόνο που δυστυχώς, ό,τι και αν γράψω τώρα, πεταμένο θα είναι. Κρίμα στο χαρτί σκέφτομαι. Και αυτό είναι το μόνο που κατορθώνω να σκεφτώ.

  Καπνοί ξανά. Μου γεμίζουν το μυαλό με κούφιες ηδονές, με χαμόγελα νικοτίνης και μάτια κατακόκκινα, μάτια αδειανά. Με τη βρωμιά που μπορεί να σου δώσει ένα μόνο τσιγάρο. Ένα τόσο δα κυλινδρικό μαραφέτι. Αραδιάζω ακόμα ένα στο στόμα μου. Το ανάβω επιδεικτικά. Κρατάω το σπασμένο σπίρτο με μαγκιά. Απόψε θα κάνω ό,τι γουστάρω. Απόψε δεν θα ξεχάσω. Δεν θα τα πετάξω όλα στην γωνιά για να ξαναέρθουν στο τέλος της μέθης στην αρχική τους θέση και να με κοιτάζουν υπεροπτικά. Απόψε διαγράφω. Και διαγράφω τα πάντα. Μαλάκες, συμπεριφορές, Φίλους ,''αναμνήσεις'' που μόνο χώρο πιάνουν, τα πάντα. Φιλιά στο στόμα , το νιώθεις στο σάλιο τους. Κραγιόν κακοφορεμένα, σου γυαλίζουν την όψη όταν σε μουτζουρώνουν. Γυναίκες παντού. Άνδρες παντού. Σκοτάδι παντού. Εγώ στο φως. Κορμιά παντού. Σώματα υγρά, λιωμένα από την κάψα της ηδονής. Το αισθάνεσαι στον αέρα. Το πάθος κυριαρχεί. Και αυτό είναι το μόνο που μπορώ να αισθανθώ.

Friday, 26 August 2011

Μονάχοι στην αρχή, μονάχοι και στο τέλος

  Μάλιστα.

-Υπακοή Άγγελε, ούρλιαξα μέσα μου.
  Ή μάλλον υπομονή.  Γιατί ξέρω πως η επανάσταση μέσα μου κυρίευσε το μυαλό μου. Δεν αντέχω πια να αντιδρώ σε τέτοια πράγματα - μου φαίνονται τόσο ανούσια και με αδειάζουν , με κάνουν ανακυκλώσιμο τσίγκινο κουτάκι πορτοκαλάδας. Κοινώς, με κάνουν αναλώσιμο.
  Έκρυψα την απύθμενη οργή μου κάτω απ' την κουβέρτα του χαμόγελού μου. Εκείνου του ψεύτικου βέβαια που χρησιμοποιώ όταν θέλω να αποφύγω στιγμές σαν και αυτή ή σε κάτι ηλίθιες φωτογραφίες που δεν έχουν σκοπό και περιεχόμενο.
  Υποθέτω πως τώρα όλα έγιναν καλά, και δεν θέλω να εκραγώ σαν ηφαίστειο και να καταστρέψω τα πάντα γύρω μου.
-Άγγελε, όλα καλά. Πέρασε και αυτό.
 Το αμάξι σταματά με αυτόν τον ραγισμένο ήχο των ξεφτισμένων απ' το χρόνο φρένων. Εγώ τον αγαπώ όμως, και ας είναι τόσο παλιός. Τουλάχιστον αυτός με καταλαβαίνει. Καταλαβαίνει την φυλακή μου και με ειδοποιεί πως το -προσωρινό, δυστυχώς- μαρτύριο έλαβε τέλος. Κλωτσάω άχαρα την σαβουριασμένη πόρτα του μικρού βαν, πιστεύοντας πως σπάω τα δεσμά του φυλακισμένου Άγγελου - μαθημένος στο να προσδοκά την ελπίδα ακόμη και όταν έχει θαφτεί μίλια κάτω απ τη θάλασσα. Αυτό το λέω για κακό.
-Ανόητε Άγγελε, ξύπνα.
Ομολογώ όμως πως το εκτυφλωτικό φως απ' τον Ήλιο  που κατέκλυσε το βανάκι μου έδωσε ενέργεια. Αυτή που χρειαζόμουν για να αναπνεύσω. Και δεν εννοώ το οξυγόνο, φυσικά. Η ρουτίνα της αναπνοής πάντα με κούραζε, την βαριόμουν. Μου έδωσε έμπνευση, μία έμπνευση της στιγμής που όμως θα χαθεί στα σκοτεινά σοκάκια του θολωμένου μου μυαλού.
-Κρίμα Άγγελε, σκέφτομαι. Πλέον δεν καταλαβαίνω τι έχει απομένει να χάσεις.
Μισώ αυτόν τον αντίλογο του Άγγελου. Είναι μονίμως μονότονος, μονίμως αρνητικός και μονίμως κακοπροαίρετος. Ο ίδιος σου ο εαυτός σου να σου κάνει τον συνήγορο του Διαβόλου...

Τότε

  Αρχίζω να τρέχω. Να τρέχω όσο πιο γρήγορα μπορώ. Μέχρι τα πενυμόνια μου να σκάσουν, μέχρι να αισθανθώ το τράβιγμα στον αφαλό μου που με στέλνει πριν από την αρχή του χρόνου μου. Τα πάντα γύρω μου μπερδέυονται, χρώματα, κραυγές τρομαγμένων ανθρώπων ενώνονται και σκάνε στον αέρα σαν πυροτεχνήματα ενός πανηγυριού που ποτέ δεν επισκέφτηκα.
-Τους φόβησες.
-Σκάσε πια! Εδώ φοβήθηκα εγώ τον ίδιο μου τον εαυτό , τα έντρομα μάτια των άλλων θα λογαριάσουμε;
  Και τότε ήταν μία απ' τις στιγμές που έμεινα μόνος μου, χωρίς τον εαυτό μου. Και ,αρχικά, ένιωσα υπέροχα.
Παρόλα αυτά, ο διαμελισμός του χρόνου συνεχίστηκε. Δεν γνώριζα που ήμουν και κυρίως, δεν ήξερα που θα κατέληγα.
-Το βανάκι πρέπει να είναι εκατοντάδες χιλιόμετρα μακρυά τώρα, σκέφτηκα.
  Η ταχύτητα θόλωσε τα μάτια μου και οι μπογιές που ζωγράφισαν τούτο το κόσμο μπερδέυτηκαν, αφήνοντάς με να θαυμάζω το μαύρο του σύμπαντος.
-Η αποσύνθεση πρέπει να έρχεται, σκέφτομαι.
  Αρχίζω να φοβάμαι. Τα δάκρυα ποτίζουν το μαραμένο μου κορμί ελπίζοντας να το αναστήσουν. Μπα, τι να σου κάνουν τα δάκρυα. Τα δάκρυα μου είναι μόνο γεμάτα μελαγχολία. Δεν έχουν δύναμη ούτε τον εαυτό μου να φέρουν πίσω.
-Αλήθεια, ακόμα μου κρατάει μουύρα; Όπου και να είναι εύχομαι να γυρίσει σύντομα, γιατί ειλικρινά φοβάμαι πολύ μόνος μου. Και εγώ ως αντάλλαγμα τον συγχωρώ που με κρίνει τόσο αυστηρά.
  Μα τίποτα. Μοναχός βαδίζω. Οι ακανόνιστες φωνές των ανθρώπων ηχούν πολύ μακρυά πια.
-Είσαι μόνος σου, σκέφτηκα. Άγγελε, μόνος σου. Μπορεί να μην είσαι σε κάποιο πυκνό δάσος της Βόρειας Ευρώπης όπως ευχόσουν, άλλα κοίτα, είσαι μόνος σου και κανένας δεν μπορεί να στο αλλάξει. Μα, εγώ θέλω πίσω τον εαυτό μου , μονολογώ. Απάντηση καμιά.

Λίγο πριν

  Είναι κρίμα, ουρλιάζω. Ποτέ δεν έκανα κακό σε κανέναν. Ποτέ... Πάντα τον εαυτό μου πυρπολούσα. Εμφύλιος πόλεμος σωστός. Δεν θέλω καθόλου να φύγω, ούρλιαξα ξανά. Μπορεί να μην πήρα τίποτα, αλλά έχω τόσα να επιστρέψω. Τόσα πολλά... Συγγνώμες, χαμόγελα, βλέμματα μαγικά που ντράπηκα να επιστρέψω. Ικέτεψα. Ίσως μία απ' τις πρώτες φορές στην ζωή μου. Αλλά σίγουρα, η τελευταία.
  Εδώ είναι αυτό που κάποτε μου λέγανε οι άνθρωποι μα ποτέ δεν κατάλαβα πως γίνεται. Όλα, λέει, τα ελέγχει το σύμπαν. Υπάρχουν δυνάμεις φοβερές και τρομερές, που δεν σε αφήνουν να κάνεις ότι θέλεις. Έτσι τηρείται μια κάποια ισορροπία, λέει .
Μακάρι να ήξερα τι σήμαινε όταν μπορούσα να αντιστρέψω το πιστόλι. Μα πλέον η βολή - και ο κύβος - ερρίφθη.

  Χαμογέλαω για μία τελευταία φορά. Με εκείνο το στραβό χαμόγελο που τόσο αγαπούσες, που τόσο έντεχνα πετύχαινες και τόσο αδέξια σε αντέγραφα.
-Έτσι θα είμαστε για πάντα μαζί , σκέφτηκα, ακόμα και μετά το Θάνατο.

Το Τώρα του Τότε

Και τα άστρα των ματιών μου, σαν καντήλια αναμμένα με τη φλόγα των θεών, σώπασαν.


Monday, 25 July 2011

Νυχτοπερπατήματα στους σκοτεινούς δρόμους των ανθρώπων

Ώρα 02:45 πμ

Στρίβω στο βρώμικο σοκάκι με τα σπασμένα γυαλιά-με τα αδειανά κουτιά της μπύρας και τους καμένους χαρταετούς
ανθρώπινα σώματα στοιβαγμένα στις γωνίες
χαραγμένα με αίμα και λάσπη, με πόνο και θάνατο
το βλέπεις στα κάτασπρα μάτια τους
συνεχίζω ακάθεκτος, κρατώντας την αναπνοή μου
διατηρώντας την νεκρική σιγή του στενού
φοβούμενος μην ξυπνήσω κανέναν-μνήμες νοερές ή τον κοιμισμένο αέρα που με πνίγει
Αδιαφορώ επιδεικτικά για το φεγγάρι στον σκοτεινό ουρανό που με κοιτάζει με το ύφος του καλού φίλου
σαν να με προειδοποιεί για αυτό που πρόκειται να ζήσω
γιατί , από εκεί ψηλά , τα βλέπει όλα, ακόμα και το αβέβαιο μέλλον μου
Φοράω την μαύρη κουκούλα και χάνομαι στο στενό, αφήνοντας πίσω την ικεσίες του φεγγαριού και το λιγοστό φως του
Η αίσθηση της όρασης που πλέον χάνω αφήνει εκείνη της οσμής να με κατακλύσει
απαίσιες μυρωδιές, σαν εκείνες της αποσύνθεσης μου τρυπάνε τα πνευμόνια σας δίκοπα μαχαίρια
αδιαφορώ ξανά.
Γνωρίζω ότι δεν πρόκειται για τα νεκρά κορμιά που είναι παντού τριγύρω
μα για το δικό μου κορμί, που ανυπομονεί να χαθεί , μιμούμενο το περιβάλλον του
δεν έχω όμως χρόνο για χάσιμο. Αρχίζω να σιγοτρέχω κρατώντας την αναπνοή μου σε τόσο χαμηλά επίπεδα που ούτε εγώ δεν την ακούω
Το μακρύ μαύρο παλτό με πνίγει. Έχει κολλήσει τόσο πολύ στην σάρκα μου που νομίζω πως αν το βγάλω θα μου ξεριζώσει την καρδιά
αδιαφορώ και πάλι.
Περνώ απ ένα μισογκρεμισμένο σπίτι με ένα αναμμένο λυχνάρι
δεν με βοηθάει να νιώσω ασφάλεια-το χάος της ασχήμιας που πολιορκεί τα μάτια μου με κάνει να αναζητήσω και πάλι την σκιά του σκοταδιού
που και που ξεγλιστρά το φεγγάρι ανάμεσα στις άμορφες μάζες των κτιριών που στοιχειώνουν το άλλοτε πολύχρωμο δρομάκι
συνεχίζω να το αγνοώ επιδεικτικά
Δεν μπορώ να αγνοήσω όμως το φως που με καρφώνει απ'το τέλος του μικρού δρόμου
όσο και αν θέλω, μου καίει τα μάτια
ξέρω πως έφτασε η ώρα. Το στομάχι μου έχει δεθεί πιο πολύ από καραβόσχοινο
ολόκληρος ο οργανισμός μου αντιδρά.
με προστάζει να υποχωρήσω στην αρχή του στενού-που πλέον φαντάζει ανύπαρκτη
Ανασαίνω δυνατά- η ανάσα μου κατακλύζει το βρώμικο μέρος και τα πνευμόνια μου έτοιμα να σκάσουν απ'την υπερβολική βρωμιά του αέρα
μαζεύω ό,τι έχει απομείνει από κάθε κύτταρο μου και συνεχίζω προς το εκτυφλωτικό φως.
Έφτασε η ώρα, ουρλιάζω δυνατά μέσα μου
Κραδαίνω την παλιά αναλογική μου μηχανή στο χέρι πιστεύοντας πως θα με σώσει αν καταφέρω να φυλακίσω μία στιγμή του χρόνου
Κάνω δύο βήματα μπροστά, έτοιμος να αντικρίσω όσα δεν μου είπε το φεγγάρι.


My happiness in pictures

I encountered some really cool photos of me and some of them had been quite forgotten for some strange reason. I like them all and I m planning to have some of them printed too. Many of them have been taken by a good friend, others by Amanda and Emma. I haven t used photoshop since I don t know how to , lol. I ve changed the colours in some of them since I love doing it. Anyways!





















Wednesday, 22 June 2011

Θάλασσα: Τα ξεχασμένα δάκρυα των γιγάντων - Στο λιμάνι

Μία ακόμη όμορφη μέρα ξεκίνησε
σαν ένα γερό καράβι που μόλις εγκαινιάστηκε
για τόπους άγνωστους, τόπους πέρα από κάθε φαντασία
με πλήρωμα άγνωστο, πλήρωμα λαθραίο και πλήρωμα αγαπημένο
και στην διαδρομή θα φανεί ποιος έκοψε εισιτήριο
ποιος μπούκαρε και ποιος με ψεύτικα χαμόγελα επιβιβάστηκε

μα δεν ανησυχώ και πολύ για όλα αυτά
γιατί είμαστε ακόμα στο λιμάνι, αγάπη μου
και σαλπάρουμε σε λιγάκι
με όλες τις βαλίτσες μας γεμάτες
έτοιμες να μας ακολουθήσουν παντού
και θα δεις πως, αυτό το ταξίδι όμορφο θα είναι
όπως και το χθεσινό, αλλά και το αυριανό

Και τώρα πρέπει να βιαστούμε
γιατί ήδη ακούω τα φουγάρα να μας χαιρετάνε
Τρέξε λοιπόν, τρέξε!
άσε λίγο το μυαλό σου στα χέρια μου
και τώρα, χαμογέλασε μου
Μα, γιατί σε καθυστερώ,ο αφελής;
το καράβι μας φεύγει σε λίγο
Ας μην αργήσουμε ξανά
γιατί ακόμη μία όμορφη μέρα ξεκίνησε
και είμαστε μαζί.



Tuesday, 21 June 2011

Θάλασσα: Τα ξεχασμένα δάκρυα των γιγάντων - Η αφή

Θάλασσα

Η αφή

  Αφή γλυκιά. Αφή τρυφερή και παθιασμένη. Σαν να χαϊδεύεις εκείνα τα πορφυρά μα εύθραυστα λουλούδια που μόλις διέσχισαν το μυαλό μου, αναίτια, για ακόμη μία φορά. Τότε, που βουτάς στα πιο σκοτεινά σοκάκια της, γνωρίζοντας πως μπορεί να μην γυρίσεις ποτέ πίσω, για να αντικρίσεις τα μάτια αυτά που αγαπάς, κάπου εκεί έξω, στη μακρινή στεριά. . Παίρνεις συνειδητά όρκο απαραβίαστο, υποθηκεύοντας τα πάντα, αμετάκλητα, για να χυθείς σε έναν αγώνα με θεριό ανίκητο, με αποτέλεσμα αβέβαιο και όνειρα ετοιμόρροπα. Μαγεύεσαι απ΄ το τραγούδι των Σειρήνων, νομίζεις πως βρήκες και εσύ την Ιθάκη σου. Αλλά δεν σε αδικώ. Και εγώ αυτό πιστεύω.Ναι. Θαρρείς πως, ανακάλυψες την απόλυτη λύτρωση, την πεμπτουσία του κόσμου αυτού, τη φιλοσοφική λίθο που θα σε ανταμείψει με σκόνη μαγική, σκόνη πολύχρωμη.


  Και όμως, αυτό σημαίνει για μένα η θάλασσα. Όταν με αγκαλιάζει με τα μακρυά της δάχτυλα, εκείνα τα άκαμπτα, ψυχρά και ρυτιδιασμένα άκρα της, νομίζω πως με τρυπάνε ατσάλινες βελόνες, το κορμί μου πως αιμορραγεί και παντρεύεται το κόκκινο με το μπλε. Μα, κοίτα ξανά,λέω. Όλα είναι εκεί, στη θέση τους. Να σε περιμένουν. Και όταν είσαι έτοιμος, ξεκινά το ταξίδι για το πάτο της αβύσσου. Ταξίδι μελωδικό, μοναχικό και γοργό.  Μα εγώ ,κάθε φορά, εύχομαι να διαρκέσει για πάντα, μέχρι να χαθείς εσύ. Μέχρι τα πνευμόνια μου να σκάσουν, μέχρι το αίμα μου να χυθεί και να μείνω κάτι λιγότερο από ένα άψυχο κουφάρι. Γιατί, όλα εκεί κάτω, φαντάζουν πιο όμορφα. Γιατί, όσο και να προσπαθήσεις, ξέρεις πως θα χάσεις. Ξέρεις πως πέθανε και η ελπίδα. Και αφού, επιτέλους, νίκησες την ελπίδα, που τόσο αχόρταγα ρούφαγε το μυαλό σου σαν βδέλλα, μπορείς να χαμογελάσεις. Να χαμογελάσεις στραβά, για άλλους τόπους. Για τόπους πέρα από τη θάλασσα...

Θάλασσα: Τα ξεχασμένα δάκρυα των γιγάντων- H ακοή

Θάλασσα

 Η ακοή

 Ήχοι μαγικοί. Σαν να τραγουδούν γοργόνες ενός σκουριασμένου βασιλείου στο βυθό της αβύσσου. Παφλασμοί των κυμάτων στην ακτή, να διώχνουν τα χρωματιστά αδύναμα βότσαλα, για να φέρουν νέα-δήθεν πιο δυνατά και καλοσχηματισμένα -για να κρατήσουν τη δύναμη του κυρίου τους. Της θάλασσας. Αλλά και όταν νευριάζει, πάλι πανέμορφη είναι. Όταν τα παιδιά της στέλνει να σαρώσουν την ακτή, όταν την βροντερή φωνή της ξεσπά πάνω στα άμοιρα βράχια- που απαιτεί να αντέξουν στην δίνη της , για να τα τιμωρήσει και πάλι αργότερα. Τότε οι ήχοι θαρρώ πως είναι τρομεροί. Μα δεν χρειάζεται να φοβάσαι, και πάλι.


 Αυτούς τους τσαλακωμένους και μπερδεμένους ήχους λέω,ναι, μην τους φοβάσαι

Και οι κύκλοι αυτοί της θάλασσας,δεν έχουν τελειωμό! Μέχρι να αρχίσει ο επόμενος, να σου τραγουδήσει τα ήρεμα εκείνα ξεφτισμένα τραγούδια, που σιγομουρμουρά απ'την αρχή του κόσμου. Γιατί μερικά πράγματα, μένουν για πάντα τα ίδια. Και, όπως η θάλασσα, σου απαγγέλνουν τα χιλιοειπωμένα αδειανά καβούκια τους.

Tuesday, 7 June 2011

για μία αγάπη που ποτέ δεν έλεγε να πάψει


Η παράκληση
Να μην κουραστείς να περιμένει εκεί
Εκεί, στου μυαλού μου την πρώτη σκέψη
στης μάχης την πρώτη γραμμή
στο μέτωπο πρώτος, και ας είσαι μόνος
Εκεί, για να σου δώσω το χρυσό
και ας άργησες να τερματίσεις
μία ζωή δίπλα μου, και όχι απέναντι
Κυρίαρχος του κόσμου
του κόσμου μου
Δυνάστης αγαπημένος
πολυπόθητος, και ας χάθηκε η ελευθερία
του έρωτά μου ταγός
της καρδιάς μου το πιο γλυκό χαμόγελο
του τέλους μου η συνέχεια

Οι αναμνήσεις 


Εκεί, στον πλακόστρωτο δρόμο με τα πολύχρωμα λουλούδια
με τις μυρωδιές τις άπειρες, τις χιλιοπαντρεμένες
τα όνειρα που μπερδέυαμε κάτω από τα αστέρια μας
όταν τον ήλιο αντικρύσαμε από ψηλά-γιατί και αυτόν περάσαμε, ναι
και γελάγαμε μαζί και πλάθαμε τον έρωτά μας, θυμάσαι?
που με τις σκέψεις μας ραντίσαμε το μέλλον
τότε, που τα χέρια μας ενώσαμε και τίποτα δεν θα μας χώριζε
όταν για αγάπη μιλάγαμε και η φύση σώπαινε
που ψιθυριστά σου τραγουδούσα και απαλά πετούσαν οι αγαπημένες σου λέξεις
που κοκκίνιζα με τις αγαπημένες σου λέξεις
γιατί ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω το γιατί
Τότε, που όλα έμοιζαν να με αγαπάνε
που ορκιζόμασταν πως τίποτα δεν θα μας διέλυε
που η αδιαφορία κοιτούσε και ζήλευε την αγάπη
που τα κόρμια μας ενώνονταν σε ένα, και τίποτα δεν μπορούσε να μας χωρίσει
όταν το πάθος μας άνθιζε και τους πόθους μας σβήναμε,
και σιγοτραγουδάγαμε τις ομολογίες μας,
για μία αγάπη που ποτέ δεν έλεγε να πάψει


Ευχαριστώ που υπάρχεις