Wednesday, 28 December 2011

The Michaelangelo's Tree



This is one of my drawings. Scanned by Amanda since I sent it with my last letter to the superpuff girls. 

Friday, 9 December 2011

Η πραγματικότητα του έσχατου αίσχους


 Το αίσχος γύρω μας πλέον δεν έχει όρια. Και μάλιστα, όταν πρόκειται για χάσμα ανθρώπων - χάσμα ηθικό που γεννιέται απ' το οικονομικό -  μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι και αναπολώ πόσο μεγάλο μπουρδέλο είναι ο σημερινός κόσμος. Πόσο άδικος είναι και πόσο σκατά είναι η ζωή μερικών ανθρώπων χωρίς να φταίνε οι ίδιοι αλλά εκείνο το πολύχρωμο βαμβακερό χαρτονόμισμα -άλλοτε μοβ, άλλοτε πράσινο,άλλοτε κίτρινο, δεν έχει σημασία - που κάποιοι "ισχυροί" επέλεξαν - συνειδητά ή ασυνείδητα δεν έχει σημασία επίσης- να κυνηγήσουν στην ζωή τους βουτώντας ολόκληρη την ανθρωπότητα στο χάος και στην παρακμή του υλιστικού ατέρμονου κυνηγιού.

  Μιας και το μετρό πλέον είναι δεύτερο μου σπίτι - ας μην μιλήσω για τα λεωφορεία - μπορώ να πω με βεβαιότητα πως αποτελεί μικρογραφία της κοινωνίας που αναπτύσσεται και ζει κάποιες δεκάδες μέτρα πάνω απ΄τον όχλο που στριμώχνεται καρτερικά σε κάθε σπιθαμή της αποβάθρας για να μπει στα μεταλλικά κουτιά που θα τον τον οδηγήσουν οπουδήποτε επιθυμεί. όπου λαχταρά η ψυχή του! Εκτός  απ την ευτυχία.
  Γιατί, τα μεταλλικά αυτά βαγόνια, δεν είναι σαν εκείνα που παίζαμε μικροί και στύναμε γύρω απ'το χριστουγεννιάτικο δέντρο γεμάτοι χαμόγελα (τουλάχιστον εγώ γέλαγα). Και, μπορεί οι άνθρωποι των μεταλλικών αυτών κουτιών να είναι περισσότεροι από μυρμήγκια αποικίας, στοιβαγμένοι μέχρι και πάνω στις θέσεις των μεταλλικών βαγονιών, αλλά οι καρδιές τους ποτέ δεν ήταν πιο μακρυά.
  Καλά θα μου πείτε, και ποιος δεν το ξέρει αυτό το τελευταίο. Άλλωστε θυμίζει τυποποιημένη φράση για την έκθεση , αυτές τις τραγικές που "έπρεπε" να μάθουμε για τις πανελλήνιες. Τυποποιημένη φράση της ζωής που όλοι ξέρουμε μα κανείς δεν έχει κάτσει να σκεφτεί - αν όχι να δώσει λύση σε ατομικό - έστω - επίπεδο.
  Ομολογώ πως - περήφανος που δεν έχει διαλυθεί κάθε είδος συναισθηματισμού μέσα μου- βρέθηκα καθηλωμένος στη δραματική θέση να το αναλογιστώ- αν και πάντα με απασχολούσε και όχι επιφανειακά για το μάθημα της Έκθεσης.  Η ζωή μου απέδειξε την ισχύ της αλήθειας αυτής - και ήμουν μπροστά με ορθάνοιχτα μάτια, αλλά κυρίως μυαλό.
  Χθες λοιπόν , 28η Οκτωβρίου, βρέθηκα για άλλη μια φορά στο μετρό. Είχα προγραμματίσει να πάω μια βόλτα, για να σκοτώσω την ανιαρή "πραγματικότητα" που μου φτιάχνει ο υπολογιστής - εκείνη την τραγική του facebook και γενικότερα του ιντερνετ. Επιβιβάστηκα λοιπόν μετά από 20 μαρτυρικά λεπτά υπομονής σε ένα μεταλλικό βαγόνι απ' τη Δουκίσσης , που ας πούμε είναι κοντά στο σπίτι μου.Βρήκα αμέσως θέση να κάτσω, εκεί που αγαπώ. Στις θέσεις που βρίσκονται εκατέρωθεν της φυσούνας που διαχωρίζει τα μεταλλικά κουτιά. Ευτυχώς είχε ελάχιστο κόσμο και καθόλου ενδιαφέρον. Επικεντρώθηκα στη μουσική που ως συνήθως με ταξιδεύει εκεί που εγώ διαλέγω - ναι, ακόμη και στην (παροδική) ευτυχία. 14 περίπου στάσεις μέχρι τον Κεραμεικό, ακόμα 28 μαρτυρικά λεπτά κάτω απ' το αθηναϊκό χάος της επιφάνειας. Ανασκουμπώθηκα στο παλτό μου, μετρώντας αντίστροφα και κοιτώντας συνέχεια τις στάσεις πάνω απ το παιδί με τα ξανθά μαλλιά, λες και θα πετάγαμε με το μεταλλικό βαγόνι που μόνο απελπισία είναι ικανό να σου προσφέρει.
Φτάσαμε στο Νομισματοκοπείο - εκεί θαρρώ πως έγινε - και βλέπω ξάφνου στο τέρμα του βαγονιού μία οικεία φιγούρα. Δεν είναι φίλος,ούτε γνωστός. Είναι μια γυναίκα με το καφέ της δερμάτινο και το τζιν με το λουλούδι-σχέδιο στο μέρος του κώλου. Είναι μία ζητιάνα αλλά με αξιοπρέπεια. Απ'τη πρώτη στιγμή την είχα συμπαθήσει, και αν είχα ψιλά θα της έδινα όπως τις προάλλες, για να ακούσω εκείνο το ξεψυχισμένο "ευχαριστώ" να τρυπώνει στα αυτιά μου και να της χαμογελάσω γλυκά. Μα αυτή τη φορά δεν είχα ψιλά. Ευελπιστούσα πως κάποιος καλός Σαμαρίτης θα βρισκόταν στην γλυκόπικρη θέση να της δώσει κάποια χρήματα - λες και αυτό είναι η θεραπεία για την κατάστασή της. Μα, καθώς κοντοζύγωνε, ουδείς παρατήρησε την φιγούρα της. Ουδείς παρατήρησε το διαβρωμένο της  πρόσωπο που είχε στεγνώσει από κάθε είδους χαμόγελο. Από κάθε είδους ευτυχία. Όλοι θα μπορούσαν να την κοιτάξουν έστω και με ένα ψεύτικο μοτίβο συμπόνοιας - αφού η κωλοκοινωνία μας δίνει τόσο μεγάλη αξία στα μάτια του κόσμου. Αλλά ούτε αυτό έγινε... αντίθετα, κρύφτηκαν όλοι. Χαμήλωσαν τα μάτια τους και περίμεναν να περάσει. Να περάσει τι; ένας άνθρωπος που για να ζήσει αναγκάστηκε να καταφύγει στην ζητιανιά.  Ένας άνθρωπος θύμα του υλιστικού μπουρδέλου που άλλοι χτίσανε για μας, και προσπαθούν να μας το επιβάλλουν. Που για να μην μείνει πίσω στον αγώνα της ευτυχίας που ταυτίζεται πλέον με το χρήμα, ζητά βοήθεια απ'αυτούς που ήδη το κατάφεραν. Που αλλοτριώθηκαν ήδη.  Που θεωρούν πως το χρήμα νικά την ηθική και την αξιοπρέπεια. Μια κοινωνία που ηγείται από ανίκανα τέρατα που άγουν ολόκληρο το κόσμο στο χάος και στο αίσχος δεν είναι κοινωνία ανθρώπων. Είναι κοινωνία κυνικών ανδροειδών ανθρωποφάγων. Μία κοινωνία που αυτοσυντηρείται τρώγοντας τα ίδια της τα εντόσθια. Τρώει τα ίδια της τα παιδιά, τρώει τους αδύναμους, τους φτωχούς, τους αρρώστους, τους ηλικιωμένους - όλους εκείνους που αρνούνται να κυλήσουν στο αέναο χαντάκι του κανιβαλισμού της. Και τελικά, γίνονται πρώτοι οι τελευταίοι. Οι πραγματικά ανίκανοι. Και ποιοι είναι αυτοί ; Άνοιξε το γαμημένο σου μεταλλικό κουτί που υπάρχει σε τουλάχιστον 3 μέρη του σπιτιού σου και θα δεις.

  Η γυναίκα αυτή και κάθε άνθρωπος με την ίδια καθημερινότητα - μετρό και ζητιανιά- σίγουρα θα πεθάνει σε ένα μεταλλικό κουβούκλιο. Τώρα, το αν θα είναι βαγόνι του μετρό ή κλούβα της αστυνομίας δεν το γνωρίζω. Εύχομαι τουλάχιστον, η  κραυγή βοηθείας των ανθρώπων να μην θεωρηθεί κάποια στιγμή κραυγή πολέμου και καταδικασθεί απ' αυτούς που , όπως συνεχώς ουρλιάζουν και πασχίζουν να πείσουν "στη ζωή τους όρισαν να φυλάνε Θερμοπύλες". Γιατί οι μορφωμένοι πονηροί, είναι οι πιο επικίνδυνοι όλων.

Αυτό που θέλω να πω τέλος πάντων, είναι να αγαπάτε. Να αγαπάμε. Γιατί όλοι είμαστε το ίδιο, τελικά. Να αγαπάμε ό,τι υπάρχει γύρω μας. Γιατί η φούσκα της αγάπης δεν σκάει με καμία βελόνα. Όσο και αν κάποιοι προσπαθήσουν να την τεμαχίσουν. Το μόνο που μας έμεινε πλέον είναι η αγάπη. Και ευτυχώς, η υπόσταση της αγάπης είναι άφθαρτη.  Το μόνο που μπορεί να την διαλύσει είναι η απόφαση μας να μην αγαπάμε πια. Και κατά τη γνώμη μου, αυτό θα σημάνει και το τέλος της ανθρωπότητας. Γιατί , μπορεί η παρακμή και το αίσχος να είναι παντού γύρω μας, αλλά η αγάπη ξέρει να κρύβεται στις πιο άκομψες γωνίες. Και επίσης γιατί ό,τι δεν πεθαίνει, γεννά. Μα ό,τι πεθαίνει δεν σημαίνει πως αναγεννάται...


Monday, 14 November 2011

Mία νύχτα στο μουσείο

Γυμνός περπατώ με ένα ζευγάρι μπότες φορεμένες. Δερμάτινες, ξεφτισμένες, γεμάτες λάσπες. Και περπατώ στο λαμπερό μάρμαρο, και το λερώνω. Το λερώνω μέχρι να ραγίσει, μέχρι να γκρεμιστεί. Τα μάτια μου αλλού ταξιδεύουν. Το μυαλό μου άλλα ακούει και τα αυτιά μου αλλού κοιτάζουν. Ανίατη παράνοια του νου ή τωρινή ζωώδης μέθη ; Δεν μπορώ να ξεκαθαρίσω. Οι σκέψεις κατρακυλούν στο άδειο μου κεφάλι. Δεν μπορώ να τις βουτήξω με το μυαλό μου. Και κατρακυλούν, μέχρι που φτάνουν στην κοιλιά μου και πιο κάτω. Αγνοώ το γεγονός ότι είμαι πρόστυχος. Ότι έχω γίνει θέαμα σε όλο το μουσείο. Ότι στάζω ιδρώτα και πικρό μαύρο κρασί.
  Δεν υπάρχει το τέλειο σώμα, τέλειο είναι αυτό που γεμίζει το μυαλό μας με την περισσότερη ηδονή και αυτοπεποίθηση ότι μπορεί και να γίνει δικό μας. Άλλοτε νομίζουμε το έχουμε, ότι το βρήκαμε , ότι το κατακτήσαμε (!) και άλλοτε ότι δεν υπάρχει πουθενά, ότι χαθήκαμε και είμαστε χαμένοι. Αλήθεια, δεν με ένοιαζε τι λέγανε οι άλλοι. Ούτε οι τραγικοί φύλακες του μουσείου, ούτε οι νοικοκυρές με τα καλάθια, ούτε τα μικρά παιδιά, που ήταν σαν βαλσαμωμένοι τράγοι. Συνέχισα να περπατώ και να χύνω ότι είχα πάνω μου στο παγωμένο δάπεδο. Όλα είχαν ωραία γεύση ομολογώ. Το πεινασμένο μου στήθος ούρλιαζε σαν δράκος, πιο γενναίος και απ' εκείνον με τα 800 διαμάντια στα μάτια του στην είσοδο του μουσείου. Και αυτό συνέχισε να ουρλιάζει - από πόνο;
  Οι μπότες έκαναν ασύγκριτο θόρυβο. Σαν να συγκρούονται βράχοι των θεών, κορμιά των αθανάτων. Και έτρεμε ολόκληρος ο οίκος. Τα αγάλματα άρχισαν να υποκύπτουν. Έπεφταν σαν χάρτινες μαριονέτες και διαλύονταν σε χίλια δυο θρύψαλα. Κι ο ναός της Περγάμου όμως δεν έμεινε αμέτοχος. Κατέρρευσε στην θέση του, νικημένος από το χρόνο και το Διόνυσο. Χύθηκε κρασί πάνω του και μέθυσε...
  Και ας μην μιλήσω για τον δράκο. Ξέρετε τι έπαθε; Λαμπάδιασε και κάηκε ! Και έκλαψε διαμάντια, και μου τρύπησαν την καρδιά.
  Και αυτό ήταν όλο. Τρενάκι του μυαλού μου.

Friday, 14 October 2011

Ο Μυστικός Κήπος

  Λουλούδια ανάμεσα μας. Βελούδινη η απόσταση μας. Πολύχρωμα άνθη του γαλάζιου ουρανού μας λούζουν. Μας καίνε το δέρμα.. μας τραβάνε τα χείλη και ματώνουμε. Και χαμογελάμε. Όμως δεν πονάμε. Εδώ το αίμα είναι ευλογία. Η πεμπτουσία της ζωής. Το αίμα ρέει πάνω μας και χαμογελάμε ακόμα. Τα δέρματά μας κολλάνε, λιώνουν. Εξατμίζονται. Όμως εδώ, ο πόνος δεν είναι συναίσθημα.  Γιατί, μερικά πράγματα δεν μένουν για πάντα τα ίδια.  Και γιατί η αγάπη επιτέλους, νίκησε.

  Δύο σώματα γυμνά γεννούν το ολόλευκο μάρμαρο. Τη στιγμή που όλα βλαστίζουν, την φύση κάνουμε να σαστίζει. Διαταγή ανώτερη- του θεού επιθυμία- Παύει να μεγαλώνει. Κατακόκκινος έρωτας. Οι τελευταίες αναπνοές δόθηκαν. Ξοδεύτηκαν. Τα δέντρα λαμπάδιασαν με μιας και χρυσάφι αφρίζουν. Φλεγόμενοι βάτοι γίνονται, το προχριστιανικό θρύλο να αναμασήσουν και αόρατους χάλκινους καπνούς σκορπάνε. Είναι άραγε αλήθεια; Πως γίνεται να υπάρχεις στον υλικό μου κόσμο, νεραϊδένια οπτασία; Σίγουρα είσαι πλάνη. Γιατί διαμάντια έχεις στα μάτια σου, ρουμπίνια δεμένα στα μαλλιά σου...και τα χείλη σου, δύο φλέβες απ'το σώμα του θεού του ίδιου... Η τύχη μου χαμογελά και αυτή. Πίσω απ' τα κάτασπρα δέντρα του ουρανού κάπου, χαμένη και χωμένη. Ρίγος η αφή σου.. αχρηστεύεις προς στιγμήν όλο μου το είναι. Σαγηνεύομαι και θέλω να σπάσω σε κομματάκια τάχα, για να μην με βλέπεις. Οι παιδικές μου σκέψεις σε κάνουν να χαμογέλασεις. Δεν φοβάμαι που μπορείς να διαβάσεις το μυαλό μου. Δεν έχω πολλά πράγματα εκεί μέσα. Πάντα ήμουν φτωχός. Δύο ξεφτισμένα σακιά αδειανά, και ένα μπαούλο δικό σου. Ένα μπαούλο , ένας καθρέφτης. Για να ρωτάω που βρίσκομαι. Αν ονειρέυομαι. αν είμαι ζωντανός...γιατί η μνήμη μου έχει χαραγμένα τα αρχικά σου. Αυτές λέξεις που σφυρηλατήθηκαν απ' τους ανθρώπους στα πιο καυτά και σκοτεινά καζάνια δεν είναι άξιες να σε οριοθετήσουν...

  Μεγαλούργημα.






Monday, 19 September 2011

Ό,τι δεν αγαπάς πεθαίνει



Και όλα πάνε μπροστά.


   Γιατί και να θέλω να γυρίσω πίσω, δεν με αφήνεις. Ξεχνάς τις αλυσίδες που μου πέρασες και τώρα τραγουδάς σαν Σειρήνα γλυκιά, το τραγούδι σου να με κερδίσει , δύο φορές σκλάβος να γίνω.

Θέλω. Πολύ. Του ζόφου η φυλακή σου , ο πιο λαμπρός μου παράδεισος. Το γκρι σου, το απέραντο γαλάζιο της ελευθερίας μου που σου παρέδωσα αμαχητί. 

  Και μένω εκεί. Έμενα εκεί. Με αλυσίδες σκουριασμένες, ατσάλινες να μου σπάνε τα κόκκαλα σαν να είναι κλαδάκια του δάσους. Και δεν κλαίω. Γιατί δεν πονάω. Μόνο μια φορά έκλαψα γιατί τότε πόνεσα. Γιατί τότε έχασα τις αλύσιδες...και ήσουν εσύ που τις γκρέμισες και είπες ''φύγε μακρυά''. Αυτό και αν πόνεσε. Τώρα δεν θέλω να τις φορέσω. Σαν πεισματάρικο παιδάκι. Γιατί με έχουν συνθλίψει. Και φοβάμαι πως δεν πρόκειται να τις βγάλω ποτέ ξανά. 

Ζαρώνω. Κουλουριάζομαι και καταρρέω μπροστά απ'το δέντρο μας. Μπροστά στα έντρομα μάτια της φύσης. Με καλεί, το νιώθω. Το ακούω. ''Μιχαήλ Άγγελε'' ουρλιάζει με φωνή που βγαίνει απ' τον καταρράκτη τον πιο ψηλό. Διαλύομαι και σβήνω τα μάτια μου.  Συνθλίβομαι στο παγωμένο έδαφος. όπως γεννήθηκα, έτσι χάνομαι. Μα το βάρος της αλυσίδας σου ασύγκριτο μένει , και πάλι σαν πούπουλο αισθάνομαι. Χαμόγελο χαράς με δάκρυα πόνου γεννούν στάχτες και την πιο εύμορφη αρχή. Το βλέπεις, και ας κατάβασες των ματιών σου τα πιο βαριά παράθυρα.

  Ορθώνομαι άτσαλα μπροστά στο δέντρο μας. Κάηκε. Δεν το πότισα αρκετά με δάκρυα;

  Δύο μαραμένα πόδια σκελετού και ένα κορμί απλά για να σε αφήνει στον κόσμο της ύλης.

  Περπατώ ξανά. Τα πρώτα βήματα πάντα πονούν. 

  Η πρώτη αναπνοή. Ανοίγω τα πνευμόνια σαν σάπια βαρέλια κρασιού και αισθάνομαι πως πνίγομαι.

  Δεν μπορώ να χαμογελάσω ακόμα. Δεν έχω χείλη μήτε κάποιο χέρι δυνατό για να τα στραβώσω στο ύφος χαμόγελου. Έστω και νεκρού.

Όμως ορκίζομαι στους ζωντανούς εραστές.



Monday, 5 September 2011

The Michaelangelo's Analogue Photography - Berlin




































  At last, I managed to find a scanner and start scanning my films. I have already scanned about 60 out of 105 photos till now, and I feel too exhausted. I thought it would be much easier to be honest but I realize that I have to get up all the time to scan the next set of photos. Thanks God, I like almost all of them and I deem that it was a great effort. I created a Flickr account as well exhibiting my scanned photos...  Hope it is successful. I publish some Berlin photos taken from my analog camera Zeiss Ikon Symbolica I.See more photos of me HERE.

Friday, 2 September 2011

Σας μέτρησα. Μείον Ένας

  Καπνοί. Καπνοί παντού. Και μία ακατάσχετη υγρή πολιορκία διαλύει κάθε οχύρωση του μυαλού μου. Μου κλέβει τις σκέψεις....Δεν θα φωνάξω κλέφτης. Χύνεται σαν χείμαρρος σωστός και διαγράφει τα πάντα στο διάβα του. Αθέατος θεατής λες και περιμένω με περίσσεια ευτυχίας το τέλος. Το ποιο;

  Στροβιλίζομαι. Λήθη αγαπημένη, καλώς ανταμώσαμε. Λήθη πολυπόθητη, καλώς σε βρήκα! Γεννήθηκα απ' την αρχή. Το τετράδιο της ζωής μου μονομιάς κάηκε, και πήρα ένα καινούργιο ολοκάθαρο. Με αυτήν την απαίσια 'φρεσκάδα' του χαρτιού να κατακλύζει τα ρουθούνια μου. Μόνο που δυστυχώς, ό,τι και αν γράψω τώρα, πεταμένο θα είναι. Κρίμα στο χαρτί σκέφτομαι. Και αυτό είναι το μόνο που κατορθώνω να σκεφτώ.

  Καπνοί ξανά. Μου γεμίζουν το μυαλό με κούφιες ηδονές, με χαμόγελα νικοτίνης και μάτια κατακόκκινα, μάτια αδειανά. Με τη βρωμιά που μπορεί να σου δώσει ένα μόνο τσιγάρο. Ένα τόσο δα κυλινδρικό μαραφέτι. Αραδιάζω ακόμα ένα στο στόμα μου. Το ανάβω επιδεικτικά. Κρατάω το σπασμένο σπίρτο με μαγκιά. Απόψε θα κάνω ό,τι γουστάρω. Απόψε δεν θα ξεχάσω. Δεν θα τα πετάξω όλα στην γωνιά για να ξαναέρθουν στο τέλος της μέθης στην αρχική τους θέση και να με κοιτάζουν υπεροπτικά. Απόψε διαγράφω. Και διαγράφω τα πάντα. Μαλάκες, συμπεριφορές, Φίλους ,''αναμνήσεις'' που μόνο χώρο πιάνουν, τα πάντα. Φιλιά στο στόμα , το νιώθεις στο σάλιο τους. Κραγιόν κακοφορεμένα, σου γυαλίζουν την όψη όταν σε μουτζουρώνουν. Γυναίκες παντού. Άνδρες παντού. Σκοτάδι παντού. Εγώ στο φως. Κορμιά παντού. Σώματα υγρά, λιωμένα από την κάψα της ηδονής. Το αισθάνεσαι στον αέρα. Το πάθος κυριαρχεί. Και αυτό είναι το μόνο που μπορώ να αισθανθώ.

Friday, 26 August 2011

Μονάχοι στην αρχή, μονάχοι και στο τέλος

  Μάλιστα.

-Υπακοή Άγγελε, ούρλιαξα μέσα μου.
  Ή μάλλον υπομονή.  Γιατί ξέρω πως η επανάσταση μέσα μου κυρίευσε το μυαλό μου. Δεν αντέχω πια να αντιδρώ σε τέτοια πράγματα - μου φαίνονται τόσο ανούσια και με αδειάζουν , με κάνουν ανακυκλώσιμο τσίγκινο κουτάκι πορτοκαλάδας. Κοινώς, με κάνουν αναλώσιμο.
  Έκρυψα την απύθμενη οργή μου κάτω απ' την κουβέρτα του χαμόγελού μου. Εκείνου του ψεύτικου βέβαια που χρησιμοποιώ όταν θέλω να αποφύγω στιγμές σαν και αυτή ή σε κάτι ηλίθιες φωτογραφίες που δεν έχουν σκοπό και περιεχόμενο.
  Υποθέτω πως τώρα όλα έγιναν καλά, και δεν θέλω να εκραγώ σαν ηφαίστειο και να καταστρέψω τα πάντα γύρω μου.
-Άγγελε, όλα καλά. Πέρασε και αυτό.
 Το αμάξι σταματά με αυτόν τον ραγισμένο ήχο των ξεφτισμένων απ' το χρόνο φρένων. Εγώ τον αγαπώ όμως, και ας είναι τόσο παλιός. Τουλάχιστον αυτός με καταλαβαίνει. Καταλαβαίνει την φυλακή μου και με ειδοποιεί πως το -προσωρινό, δυστυχώς- μαρτύριο έλαβε τέλος. Κλωτσάω άχαρα την σαβουριασμένη πόρτα του μικρού βαν, πιστεύοντας πως σπάω τα δεσμά του φυλακισμένου Άγγελου - μαθημένος στο να προσδοκά την ελπίδα ακόμη και όταν έχει θαφτεί μίλια κάτω απ τη θάλασσα. Αυτό το λέω για κακό.
-Ανόητε Άγγελε, ξύπνα.
Ομολογώ όμως πως το εκτυφλωτικό φως απ' τον Ήλιο  που κατέκλυσε το βανάκι μου έδωσε ενέργεια. Αυτή που χρειαζόμουν για να αναπνεύσω. Και δεν εννοώ το οξυγόνο, φυσικά. Η ρουτίνα της αναπνοής πάντα με κούραζε, την βαριόμουν. Μου έδωσε έμπνευση, μία έμπνευση της στιγμής που όμως θα χαθεί στα σκοτεινά σοκάκια του θολωμένου μου μυαλού.
-Κρίμα Άγγελε, σκέφτομαι. Πλέον δεν καταλαβαίνω τι έχει απομένει να χάσεις.
Μισώ αυτόν τον αντίλογο του Άγγελου. Είναι μονίμως μονότονος, μονίμως αρνητικός και μονίμως κακοπροαίρετος. Ο ίδιος σου ο εαυτός σου να σου κάνει τον συνήγορο του Διαβόλου...

Τότε

  Αρχίζω να τρέχω. Να τρέχω όσο πιο γρήγορα μπορώ. Μέχρι τα πενυμόνια μου να σκάσουν, μέχρι να αισθανθώ το τράβιγμα στον αφαλό μου που με στέλνει πριν από την αρχή του χρόνου μου. Τα πάντα γύρω μου μπερδέυονται, χρώματα, κραυγές τρομαγμένων ανθρώπων ενώνονται και σκάνε στον αέρα σαν πυροτεχνήματα ενός πανηγυριού που ποτέ δεν επισκέφτηκα.
-Τους φόβησες.
-Σκάσε πια! Εδώ φοβήθηκα εγώ τον ίδιο μου τον εαυτό , τα έντρομα μάτια των άλλων θα λογαριάσουμε;
  Και τότε ήταν μία απ' τις στιγμές που έμεινα μόνος μου, χωρίς τον εαυτό μου. Και ,αρχικά, ένιωσα υπέροχα.
Παρόλα αυτά, ο διαμελισμός του χρόνου συνεχίστηκε. Δεν γνώριζα που ήμουν και κυρίως, δεν ήξερα που θα κατέληγα.
-Το βανάκι πρέπει να είναι εκατοντάδες χιλιόμετρα μακρυά τώρα, σκέφτηκα.
  Η ταχύτητα θόλωσε τα μάτια μου και οι μπογιές που ζωγράφισαν τούτο το κόσμο μπερδέυτηκαν, αφήνοντάς με να θαυμάζω το μαύρο του σύμπαντος.
-Η αποσύνθεση πρέπει να έρχεται, σκέφτομαι.
  Αρχίζω να φοβάμαι. Τα δάκρυα ποτίζουν το μαραμένο μου κορμί ελπίζοντας να το αναστήσουν. Μπα, τι να σου κάνουν τα δάκρυα. Τα δάκρυα μου είναι μόνο γεμάτα μελαγχολία. Δεν έχουν δύναμη ούτε τον εαυτό μου να φέρουν πίσω.
-Αλήθεια, ακόμα μου κρατάει μουύρα; Όπου και να είναι εύχομαι να γυρίσει σύντομα, γιατί ειλικρινά φοβάμαι πολύ μόνος μου. Και εγώ ως αντάλλαγμα τον συγχωρώ που με κρίνει τόσο αυστηρά.
  Μα τίποτα. Μοναχός βαδίζω. Οι ακανόνιστες φωνές των ανθρώπων ηχούν πολύ μακρυά πια.
-Είσαι μόνος σου, σκέφτηκα. Άγγελε, μόνος σου. Μπορεί να μην είσαι σε κάποιο πυκνό δάσος της Βόρειας Ευρώπης όπως ευχόσουν, άλλα κοίτα, είσαι μόνος σου και κανένας δεν μπορεί να στο αλλάξει. Μα, εγώ θέλω πίσω τον εαυτό μου , μονολογώ. Απάντηση καμιά.

Λίγο πριν

  Είναι κρίμα, ουρλιάζω. Ποτέ δεν έκανα κακό σε κανέναν. Ποτέ... Πάντα τον εαυτό μου πυρπολούσα. Εμφύλιος πόλεμος σωστός. Δεν θέλω καθόλου να φύγω, ούρλιαξα ξανά. Μπορεί να μην πήρα τίποτα, αλλά έχω τόσα να επιστρέψω. Τόσα πολλά... Συγγνώμες, χαμόγελα, βλέμματα μαγικά που ντράπηκα να επιστρέψω. Ικέτεψα. Ίσως μία απ' τις πρώτες φορές στην ζωή μου. Αλλά σίγουρα, η τελευταία.
  Εδώ είναι αυτό που κάποτε μου λέγανε οι άνθρωποι μα ποτέ δεν κατάλαβα πως γίνεται. Όλα, λέει, τα ελέγχει το σύμπαν. Υπάρχουν δυνάμεις φοβερές και τρομερές, που δεν σε αφήνουν να κάνεις ότι θέλεις. Έτσι τηρείται μια κάποια ισορροπία, λέει .
Μακάρι να ήξερα τι σήμαινε όταν μπορούσα να αντιστρέψω το πιστόλι. Μα πλέον η βολή - και ο κύβος - ερρίφθη.

  Χαμογέλαω για μία τελευταία φορά. Με εκείνο το στραβό χαμόγελο που τόσο αγαπούσες, που τόσο έντεχνα πετύχαινες και τόσο αδέξια σε αντέγραφα.
-Έτσι θα είμαστε για πάντα μαζί , σκέφτηκα, ακόμα και μετά το Θάνατο.

Το Τώρα του Τότε

Και τα άστρα των ματιών μου, σαν καντήλια αναμμένα με τη φλόγα των θεών, σώπασαν.


Monday, 25 July 2011

Νυχτοπερπατήματα στους σκοτεινούς δρόμους των ανθρώπων

Ώρα 02:45 πμ

Στρίβω στο βρώμικο σοκάκι με τα σπασμένα γυαλιά-με τα αδειανά κουτιά της μπύρας και τους καμένους χαρταετούς
ανθρώπινα σώματα στοιβαγμένα στις γωνίες
χαραγμένα με αίμα και λάσπη, με πόνο και θάνατο
το βλέπεις στα κάτασπρα μάτια τους
συνεχίζω ακάθεκτος, κρατώντας την αναπνοή μου
διατηρώντας την νεκρική σιγή του στενού
φοβούμενος μην ξυπνήσω κανέναν-μνήμες νοερές ή τον κοιμισμένο αέρα που με πνίγει
Αδιαφορώ επιδεικτικά για το φεγγάρι στον σκοτεινό ουρανό που με κοιτάζει με το ύφος του καλού φίλου
σαν να με προειδοποιεί για αυτό που πρόκειται να ζήσω
γιατί , από εκεί ψηλά , τα βλέπει όλα, ακόμα και το αβέβαιο μέλλον μου
Φοράω την μαύρη κουκούλα και χάνομαι στο στενό, αφήνοντας πίσω την ικεσίες του φεγγαριού και το λιγοστό φως του
Η αίσθηση της όρασης που πλέον χάνω αφήνει εκείνη της οσμής να με κατακλύσει
απαίσιες μυρωδιές, σαν εκείνες της αποσύνθεσης μου τρυπάνε τα πνευμόνια σας δίκοπα μαχαίρια
αδιαφορώ ξανά.
Γνωρίζω ότι δεν πρόκειται για τα νεκρά κορμιά που είναι παντού τριγύρω
μα για το δικό μου κορμί, που ανυπομονεί να χαθεί , μιμούμενο το περιβάλλον του
δεν έχω όμως χρόνο για χάσιμο. Αρχίζω να σιγοτρέχω κρατώντας την αναπνοή μου σε τόσο χαμηλά επίπεδα που ούτε εγώ δεν την ακούω
Το μακρύ μαύρο παλτό με πνίγει. Έχει κολλήσει τόσο πολύ στην σάρκα μου που νομίζω πως αν το βγάλω θα μου ξεριζώσει την καρδιά
αδιαφορώ και πάλι.
Περνώ απ ένα μισογκρεμισμένο σπίτι με ένα αναμμένο λυχνάρι
δεν με βοηθάει να νιώσω ασφάλεια-το χάος της ασχήμιας που πολιορκεί τα μάτια μου με κάνει να αναζητήσω και πάλι την σκιά του σκοταδιού
που και που ξεγλιστρά το φεγγάρι ανάμεσα στις άμορφες μάζες των κτιριών που στοιχειώνουν το άλλοτε πολύχρωμο δρομάκι
συνεχίζω να το αγνοώ επιδεικτικά
Δεν μπορώ να αγνοήσω όμως το φως που με καρφώνει απ'το τέλος του μικρού δρόμου
όσο και αν θέλω, μου καίει τα μάτια
ξέρω πως έφτασε η ώρα. Το στομάχι μου έχει δεθεί πιο πολύ από καραβόσχοινο
ολόκληρος ο οργανισμός μου αντιδρά.
με προστάζει να υποχωρήσω στην αρχή του στενού-που πλέον φαντάζει ανύπαρκτη
Ανασαίνω δυνατά- η ανάσα μου κατακλύζει το βρώμικο μέρος και τα πνευμόνια μου έτοιμα να σκάσουν απ'την υπερβολική βρωμιά του αέρα
μαζεύω ό,τι έχει απομείνει από κάθε κύτταρο μου και συνεχίζω προς το εκτυφλωτικό φως.
Έφτασε η ώρα, ουρλιάζω δυνατά μέσα μου
Κραδαίνω την παλιά αναλογική μου μηχανή στο χέρι πιστεύοντας πως θα με σώσει αν καταφέρω να φυλακίσω μία στιγμή του χρόνου
Κάνω δύο βήματα μπροστά, έτοιμος να αντικρίσω όσα δεν μου είπε το φεγγάρι.


My happiness in pictures

I encountered some really cool photos of me and some of them had been quite forgotten for some strange reason. I like them all and I m planning to have some of them printed too. Many of them have been taken by a good friend, others by Amanda and Emma. I haven t used photoshop since I don t know how to , lol. I ve changed the colours in some of them since I love doing it. Anyways!